- νήταυρος
- και γήταυρος και ήταυρος, ο1. μυθικό θηρίο που, σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, έχει τη φωλιά του στους βυθούς θαλασσών, λιμνών και κυρίως ελών, από όπου εκβάλλει μουγκρίσματα τα οποία μοιάζουν με εκείνα τού ταύρου2. πουλί που ζει στα έλη και τού οποίου η φωνή μοιάζει με τη φωνή τού βοδιού, νυχτοκόρακας.
Dictionary of Greek. 2013.